ἅσμενοι

ἅσμενοι
ἄσμενοι , ἄσμενος
well-pleased
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄσμενοι — ἄσμενος well pleased masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάχρεος — η, ο (Α κατάχρεος, ον και κατάχρεως, ων) αυτός που βαρύνεται από πολλά χρέη, αυτός που χρωστά πολλά, καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», Διόδ.) αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • πεπιασμένοι — πιάζω perf part mp masc nom/voc pl πεπῑασμένοι , πιαίνω fatten perf part mp masc nom/voc pl πιέζω Ep.. perf part mp masc nom/voc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”